Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

ΤΙ ΞΕΡΕΙΣ ΕΣΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΙΩΝΙΑ ΕΝΕΔΡΑ ΝΑ ΠΙΑΣΤΕΙ Η ΚΟΡΥΦΟΓΡΑΜΜΗ ΕΚΕΙΝΗ; (να ’σαι εκατέρωθεν μπορείς;)

 Τι ξέρεις εσύ πουνέντη της χθεσινής πορείας

που στις αποσκευές σου πήρες και το θυρεό του φεουδάρχη ιούνη

και μια χούφτα χαμομήλι από τους γαλαξίες;

πως όλα τούτα είμαι εγώ κι ακόμη ένα κομμάτι ασβεστότοιχος του αιγαίου

κι η αγωνία του δειλού ενόρκου και η δίκη

η μοναξιά της αφάνας στην πλαγιά όταν ο ήλιος δύσει

κι η πλαγιά είμαι που την κορυφογραμμή ενεδρεύει

λιώνει το φεγγάρι στις μασχάλες της τρέφεται επιζεί ως τις προσβάσεις

και τα υπόγεια των λεωφόρων

τι ξέρεις εσύ για την προαιώνια ενέδρα να πιαστεί η κορυφογραμμή εκείνη;

Να ’σαι εκατέρωθεν μπορείς;

μια αφάνα να ’σαι μοναχή καταμεσίς στη λεωφόρο

ένας πυργοδεσπότης αριθμός ιούνης

να σε χωρίζει σε ηπείρους κατακόρυφες

μια κορυφογραμμή ένας ασβέστης αιγαιάτης

το ύψος του πελάγους που ναυαγεί στη μνήμη

το χάλκινο μήκος των ελλήνων σε οξείδωση

το πλάτος της πίκρας ίσαμε που πάει το μάτι πέρα στις εσπέρες

μια κορυφογραμμή –τι καμπύλη ράτσας θεέ μου-

να βόσκει πάνω της ξανθό το χαμομήλι από τους γαλαξίες

 [ΜΙΑ ΚΟΡΥΦΟΓΡΑΜΜΗ από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου, ΔΙΑΣΠΟΡΑ – πρώτη έκδοση 1961. Από την ίδια συλλογή ακολουθούν τα ποιήματα:

ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΜΕΓΑΛΟΣΥΝΗΣ, ΦΛΕΒΑ, ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΕΓΚΑΡΣΙΩΣ, QUANTUM, ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ.  

Όλα αντιγραφή και επικόλληση από τη Συγκεντρωτική έκδοση: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ, Ποιήματα 1943-1974 Α΄ Τόμος, εκδόσεις Άγρα 1990]

 


ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΜΕΓΑΛΟΣΥΝΗΣ (από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΑΣΠΟΡΑ 1961)

Ξέρω τη σκιά μου να μετρώ σε μάκρη ατέρμονα χιλιετηρίδων

από της νέφωσης το πρώτο σπόνδυλο να κόβω τη μερίδα μου

από της ρίζας το ταξίδι ν’ αφαιρώ

το ορόσημο της πέτρας

ξέρω τη ρεματιά από τον κρόταφο ίσαμε το νεφρό της αρχαίας θύελλας

που σήπεται ακριβώς στην άρθρωσή μου με το φως

μα πες μου εσύ που πονάς διότι νοείς

διότι με αθροίζεις με ψηφιδωτό από το κάθε τι

κι από την καλοσύνη της χόβολης

κι από την κόψη του ίσκιου

κι από το έμβρυο του αγέρα ή

τις κατωφέρειες του ουρανού

σπέρμα ελάχιστο

και αφαίρεση μέγιστη

πες μου

δεν είσαι εσύ η πληγή μου στον κρόταφο

δίδυμη με του νερού την καμπυλότητα;

Εσύ που πονάς διότι νοείς

διότι αθροίζεις τα έλυτρα της πρώτης θύελλας

καθώς φρικιούν στις φλέβες μου

πιασμένα με φύκια πρωινά με σπόγγους νέγρους

με την οσφύ της νέφωσης

αιώνες τώρα βυθισμένης στο υγρό σου μέτωπο

πες μου δεν είσαι μια εκκλησιά εντός μου;

 

δεν είσαι

όπως τα σπίτια κρέμονται απ’ τα δοκάρια του γενάρη

ανάμεσα σε ρίγανες φασκομηλιές και φρούτα κίτρινα πλήθος;

δεν είσαι όπως ηχούνε τα οστά;

Όταν βυθομετρώ τη νύχτα παχιά σαν βοιωτία

όταν σε βρίσκω σε ύφαλες ρωγμές

να χωρείς να φύεσαι

όπως η ρουμπινένια σάρκα του ροδιού

όπως πολιτεία κατάφωτη

δεν είσαι μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου

όπως αρχέγονο εργαλείο πλειστόκενο;

 

που ύστερα μια χούφτα χαλίκια

λουλουκιά πράσινα μαύρα

που τα σφενδόνισε η πολυώροφη θάλασσα

με τις πολύστροφες έλικες του νότου

που καθώς πέφτουν πάλι κροταλούν

στο τσίγκινο αίμα μου

ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου

ένα παράξενο οροπέδιο μεγαλοσύνης

όπως τραπέζι άδειο

με τ’ άσπρο τραπεζομάντηλο.

 

ΦΛΕΒΑ

Είπα πως θα ’σαι το παράσιτο που έρπει

και της αστροφεγγιάς τρίζει ο σκαρμός

που τρώει την ψίχα τ’ ουρανού

και περιμένουμε τη σχάση

απ’ το δασύ του εύρος να κοπείς χίλιες φορές

καινούργια ήπειρος

από τις στοίβες του σεισμού να ξεχωθείς

το έμβρυό σου

να σκορπιστείς

ένα διαγώνιο από βασάλτη όραμα

οξειδωμένο από κωδωνοκρουσίες

είπα πως θα ’σαι συ μια κωδωνοκρουσία μεσίστια

όταν μέσα στα όστρακα αιμορραγεί ο χρόνος

και στεγνώνει το ρέμα σου

με της ημέρας τ’ ασπρόρουχα.

 

Είπα πως θα ’σαι συ που οχτώ φορές αλύπητα

πλευροκοπάς τη νύχτα

όταν θερίζεις σύρριζα το λογισμό σαν προβολέας

καθώς σε φάλαγγα περνάει ένοπλη

μεσ’ απ’ τα χέρια μου.

Εσύ το έγκαυμα στη χούφτα μου

απ’ την ανένδοτη επαφή

απ’ τους σπινθήρες των καρπών

τις καυτές λαμαρίνες της θάλασσας

εσύ ένα περιστέρι περίτρομο

που φτεροκοπά όταν το αρχέγονο οστούν

μεταστοιχειώνεται σε ισημερίες

σε απανωτές περιπολίες του ονείρου

στον πεύκινο φράχτη της φωτιάς

στο αναλλοίωτο άθροισμα μου με το φώσφορο

με το χώρο που βουλιάζει στον πελώριο ίσκιο του

τα κλειστά παράθυρα του όρθρου

τις χειρονομίες δίχως υπηκοότητα

και με τον άξονα του ήχου ακόμη που κόπηκε στα δύο

και μόνο εσύ ακούγεσαι η φλέβα μου

να έρπεις όπως παράσιτο

μέσα στην ψίχα του ουρανού

στην άβατη κοίτη

στην κάθε σάρκα

στην άδυτη περιστροφή

 

και της αστροφεγγιάς να τρίζει ο σκαρμός

και η σχάση να επικρέμαται.

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΑΣΠΟΡΑ πρώτη έκδοση 1961]

 

ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΕΓΚΑΡΣΙΩΣ (από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΑΣΠΟΡΑ 1961)

Ως και το διάφανο εκείνο χαλαζία

το λόγο σου

που εν αρχή ην και ηχεί στο θολό της νυκτός

και από τις προσευχές μου την πιο παιδούλα

και την πίστη μου ακόμα

αντάλλαξα για μιαν ανάκλαση

έτσι σαν πλησμονή που ανάβλυζε

από τον αναπόδεικτο παγετώνα

και τον νου μου ακόμα

για έναν παφλασμό.

Τόσο απίστευτα λίγος είναι ο δρόμος

που κάναμε εντός

τόσο ανέκκλητη είναι η τσεκουριά

ανάμεσά μας εαυτέ

αδιάλλακτε αταυτοποίητε.

Έτσι που αρμενίζεις πάλι όρτσα στον άνεμο

που διώχνεις τ’ άστρα κατά τους λωτούς

κι ως είναι κάθιδροι απ’ το αίμα σου

οι καρποί της γης

όνειρό μου από παλίρροιες

τρύπιο από τα παράσιτα που έθρεψες

κι από τις μνήμες

ακόμη ένα διάπλου σχεδιάζω στο χάρτη σου

ακόμη μια διατομή

με τη φορά ετούτη εγκάρσια στις ειρωνείες σου

ουρανέ οδόφραγμα

κι ούτε που σκέφτομαι για την αφετηρία

μπορεί ένα αρχαίο αχνάρι βαθουλό

από άρβυλο γότθου

γεμάτο θαλασσόνερο σε αμμουδιά προβηγκιανή

ίσως ο τουφεκισμένος ίσκιος

που κατακόρυφο τον πέτρωσες με μια ριπή σου

περσινέ νοέμβρη σ’ αντικρινό παράθυρο

ίσως και η χθεσινή απίστευτη είδηση

που τρέλανε τους υπουργούς

εξάρθρωσε τα κοινοβούλια

τα πιεστήρια και τους λινοτύπες.

 

Μπορεί και η σάρκα μου

κοκκινομάτης τράγος καφετής

αιρετικός το μεσημέρι με τα κλαρίνα

να κηδεύει τη χθεσινή μου επίκληση

μια φιγούρα κάτασπρη

με την ωμοπλάτη θρύψαλα

από τον πυροβολισμό του λαμπαδία.


Χωρίς περίγραμμα χωρίς σύνορο υπάρξεως

χωρίς οίκτο

εξόν από την τρίλια ενός σπουργίτη

και της λυγαριάς τον ίσκιο ώρα δειλινού

να λεν οι δυο τους για μια λευτεριά

που όλο γεννιέται

όλο και γίνεται.

 

QUANTUM

Από μια χειρονομία σου ένα ράκος προαιώνιο

έμεινε να καίεται πέρα από τη γνώση

δικό σου είναι αυτό που αναζητώ

που ούτε σχήμα έγινε ούτε καν νόημα

μα εντός σαλεύει.

 

Κάθε βήμα προς εσένα

μου στοιχίζει την απογύμνωση

και την ατίμητη

συγκομιδή του φόβου μου εκποίησα

και το ξερό δέρμα της πρώτης πρώτης μέρας

την πρώτη θάλασσα τον πρώτο θάνατο

ίνα την ίνα την πρώτη σκέψη

κάθε βήμα προς εσένα μια κατάρρευση.

 

Για το αν υπάρχουν ανάμεσά μας σύνορα

και τι δεν έδωσα

εσύλησα το περήφανο λοφίο του προπάτορα

την πανάρχαιη νομοθεσία του θεού

και την αισθητική μου την ταναγραία

μια μοναδική συλλογή χειροκροτήματα

όλα σε πρώτη βλάστηση

έδωσα και το πιο εμπιστευτικό μου σχέδιο

για τη δομή των κρυστάλλων

απόσταγμα χιλιετηρίδων

λάφυρα και λάφυρα

οι νίκες οι κοίτες οι προεκτάσεις

όλη τη γενιά της βαρύτητας.

 

Ακόμη και την ένδοξη σήψη μου έδωσα

που γενεές γενεών οδήγησε το γνωρίζεις

σε οδό σοφίας

απ’ τη φυτεία της φωνής μου όμως

τίποτα δεν σε τρέφει

από τη φωταψία του νου μου

τίποτα πια δεν ανακλάς

και μόνο το βήμα μένει κατά σένα

η μελλούμενη πορεία

αξία έσχατη

το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω

όχι να σε βρω.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΑΣΠΟΡΑ πρώτη έκδοση 1961]

 

ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ (από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΑΣΠΟΡΑ 1961)

Έως πού λοιπόν;

έως μυελού οστέων και πηγήν αίματος

πού θα ψάχνεις να με βρεις

έως πού να σε βρω;

κι αν εγώ είμαι που ύφανα την έκταση

κι αν ακόμα το νόημα είμαι του βυθού

ο αυτάρκης πυρόλιθος του ονείρου

αν ακόμη η ραχοκοκαλιά μου αστράφτει

όλη πυρίτιο και χαλκό

όπως ποτάμι αυτόφωτο

που κατεβάζει σπόνδυλους δεινόσαυρων

οστά πελασγικά

χειρόγραφα χαλδαίων

κι ελλήνων αίματα διάπυρα

τι θ’ αποδειχθεί;

 

Σκάφτομαι τα’ αναρίθμητα μέλη μου

απ’ τη μεγάλη σάρκα που πονά

που φωσφορίζει που ηχεί που δεν ηχεί

τα μέλη μου σε μεγάλη διασπορά

να φράζουνε τα διάκενα των άστρων

να επισκευάζουνε το πρόσωπό σου θεέ μου

ανάπηρο απ’ την βαρύτητα

ύστερα το κατεδαφίζουνε και ανακαλούν

τον αριθμό -τον ετεροθαλή σου-

χώνονται ανάμεσα στον πυροβολισμό

και στο θυμό μας

στο αλτ και στο πυρ

σ’ εκείνο το άρρητο κενό

που ο χρόνος χώρεσε όλος

δεμένος χειροπόδαρα ώσπου γεννήθηκε

(πότε έγινε τούτο το φριχτό)

κι έφριξε η γη έφριξε ο ιστός του σύμπαντος

μέχρι τη φλέβα του χαλικιού

και τα’ αποκαΐδια της νύχτας

 

 

ΑΧ… ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΦΛΟΓΑ ΝΑ ΜΑΣ ΧΑΡΙΣΕΙ ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ ΤΗΣ ΤΕΦΡΑΣ…

Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους;      Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχεις; Σφαγμένη εντός σου μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει...    Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο…   Ευθεία σημαίνει να είσαι ηλεκτρόδιο, να είσαι η ρίζα, η ανατίναξη ένα χιλιοστό απ’ το φιτίλι…   Η ριπή ούτε που ακούστηκε μες στους αιώνες!...  Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου…   Η ήβη αδιάφορη λοφώδης σαν μελανοδοχείο. Ψηλά, μόνος του ο αμάραντος αστρονομώντας…   Τώρα ποιο σβόλο μαύρο θα πεις όνειρο που ο ίσκιος σου στα πέρα του ωμέγα φυραίνει όλο γούβες πίσσα κίτρινος του Αυγούστου;    Ω Ποίηση κεραμουργία με φωνήεντα έφευγες σφαίρα στον αυτοκινητόδρομο πιο πολύ αιώρα ή Σέριφος αντίπετρα τα χάη κι εγώ το σείστρο…  Κι οι κλειδωνιές δε λένε λέξη ούτε που ανάμεσα σε Φιλισταίους κι εταιρείες πετρελαίων ταξιδεύει η πέτρα. Το που καταμεσί της πέτρας με τα δισέγγονα των φεγγαριών όλο κι οραματίζομαι μια σύναξη την τρέλα του ήλιου να γεννά φωνήεντα Μονεμβασιάς δε θα το ιδούνε…  [επιλογές στίχων από τις συλλογές Έκτορα Κακναβάτου για σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό σου γήινο αίμα… και μόνο ένα βήμα μένει κατά σένα η μελλούμενη πορεία αξία έσχατη, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω!.. Δικό σου είναι αυτό που αναζητώ που ούτε σχήμα έγινε ούτε καν νόημα μα εντός σαλεύει όπως δεκάξι αγέρηδες χορεύοντας με τα μαχαίρια γύρω τους]

με εικόνα  ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ έτσι με τις λέξεις από ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ